Την τελευταία του πνοή σε ηλικία 90 ετών άφησε ο ιταλός φιλόσοφος, καθηγητής και συγγραφέας Αντόνιο Νέγκρι, ξημερώματα του Σαββάτου (16/12).
Την είδηση του θανάτου του έκανε γνωστή η σύντροφός του, γαλλίδα φιλόσοφος Τζούντιθ Ρεβέλ. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Αντόνιο Νέγκρι έπασχε από μακροχρόνια ασθένεια.
Ο Αντόνιο (Τόνι) Νέγκρι γεννήθηκε στην Πάντοβα την 1η Αυγούστου 1933.
«Την επανάσταση δεν τη δημιουργείς – σε δημιουργεί»
Ο Τόνι Νέγκρι επικεφαλής διαδήλωσης της Potere Operaio
Ο θεωρητικός της εργατικής αυτονομίας
Ο Νέγκρι στη δεκαετία του 1960 υπήρξε μαζί με στοχαστές όπως ο Μάριο Τρόντι και ο Ρανιέρο Παντσέρι ηγετική φυσιογνωμία του ρεύματος του εργατισμού, που επέμεινε στην προτεραιότητα των εργατικών αγώνων και αντιστάσεων ως καθοριστικής παραμέτρου της κοινωνικής πραγματικότητας Υπήρξε μεταξύ των ιδρυτών της Potere Operaio («Εργατική Δύναμη»), μίας από τις μεγαλύτερης και σημαντικότερες ακροαριστερές οργανώσεις που προέκυψαν στην Ιταλία μέσα από τα κινήματς της δεκαετίας του 1960. Μετά την αυτοδιάλυσή της το 1973 θα είναι πρωταγωνιστής στο ευρύτερο πολιτικό ρεύμα της Autonomia Operaia («Εργατική Αυτονομία»).
Ήταν ο πιο γνωστός θεωρητικός του ρεύματος της Αυτονομίας και του αντάρτικου πόλεων που κυριάρχησε στη ριζοσπαστική ιταλική Αριστερά τη δεκαετία του 1970. Υπήρξε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα.
Ο Τόνι Νέγκρι στη διάρκεια δίκης
Η υπόθεση «7 Απρίλη»
Την 7η Απριλίου 1979, συνελήφθη ως εγκέφαλος και ηθικός αυτουργός των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Η σύλληψή του οφειλόταν στην υπόθεση ότι η ηγεσία της οργάνωσης Potere Operaio μετεξελίχθηκε σε παράνομο καθοδηγητικό κέντρο της τρομοκρατίας. Ο Νέγκρι φυλακίστηκε και παρέμεινε επί τεσσεράμισι χρόνια προφυλακισμένος παρά την πρώτη αθώωσή του το 1980.
Ο ίδιος αρνήθηκε πάντα την κατηγορία, υπογράμμισε τη διαφωνία του με τη μιλιταριστική λογική των οργανώσεων ένοπλης πάλης και κατήγγειλε πάντα τη λογική ότι ήταν ο «υπερηγέτης»
Το 1983, εκλέχθηκε βουλευτής με το Ριζοσπαστικό Κόμμα αλλά μετά από τέσσερις μήνες έγινε άρση της ασυλίας του και αποφάσισε να καταφύγει στη Γαλλία. Εκεί, προστατευμένος από τον κίνδυνο της απέλασης χάρη στο «δόγμα Μιτεράν», δίδαξε στο πανεπιστήμιο VIII του Παρισιού και στο College International de Philosophie, κοντά στον Ντεριντά, τον Φουκώ και τον Ντελέζ.. Συμμετείχε σε σεμινάρια και ερευνητικά προγράμματα υπουργείων και δημόσιων οργανισμών στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών. Το 1997, μετά από συμφωνία που μείωσε την καταδίκη του στα 13 χρόνια, επέστρεψε στην Ιταλία για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του.
Στη δεκαετία του 1980 θα συνεργαστεί στενά με τον Φελίξ Γκουαταρί και αργότερα από τη δεκαετία του 1990 και μετά με τον Μάικλ Χάρντ με τον οποίο θα γράψουν μια σειρά από βιβλία γύρω από την κεντρική έννοια του «Πλήθους» (αντί του προλεταριάτου) ως έκφρασης των δημιουργικών δυνάμεων που αναπτύσσονται μέσα στις σύγχρονες κοινωνίες από την πλευρά των υποτελών στρωμάτων και τάξεων. Θα είναι ιδιαίτερα δημοφιλής και ανάμεσα σε μια νεώτερη γενιά ακτιβιστών, που βγήκαν μέσα από το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα και κινήματα όπως αυτό των κοινωνικών κέντρων και των αυτόνομων χώρων.
Σε όλη του τη ζωή θα επιμείνει στην αναφορά στον Μαρξ, αλλά και στον διάλογο με άλλους φιλοσόφους, ιδίως στον Σπινόζα στον οποίο αφιέρωσε πλήθος κειμένων.
Μετά την αποφυλάκισή του το 2003, έζησε στη Βενετία και το Παρίσι με τη σύντροφό του. Πολλά έργα του έχουν κυκλοφορήσει και στα ελληνικά, μεταξύ των οποίων τα: «Καιρός για Επανάσταση», «Γιατί ο Μαρξ», «Εξορία», «Η ζωή μου από το άλφα ως το ωμέγα», «Goodbye Mr. Socialism», «Αυτοκρατορία» κ.α.
Ο ίδιος δήλωνε πάντα οπαδός μιας προοπτικής ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού και αλλαγής. Σε συνέντευξή του, το 2017, δήλωνε ότι, «Την επανάσταση δεν τη δημιουργείς – σε δημιουργεί. Η επανάσταση σημαίνει να ζεις και να κατασκευάζεις συνεχώς στιγμές καινοτομίας και ρήξης».